Δημήτριος Κ. Υψηλάντης

Δημήτριος Κ. Υψηλάντης

Ο Πρίγκηπας Δημήτριος Κ. Υψηλάντης. Ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821. Πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Λιθογραφία του Adam Friedel

Ο Δημήτριος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1793 και πέθανε στο Ναύπλιο  το 1832. Ήταν αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας. Έθεσε τέρμα στην Ελληνική Επανάσταση υποχρεώνοντας τους Τούρκους επί του πεδίου της μάχης της Πέτρας να συνθηκολογήσουν. Έκανε στρατιωτικές σπουδές στη Γαλλία και κατείχε στο Ρωσικό στρατό το βαθμό του λοχαγού. Έλαβε μέρος στους Ναπολεόντιους πολέμους. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία το 1818. Συνόδευσε  τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εισβολή του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και αποχώρησε για την Ελλάδα τον Mάρτιο του 1821 αφού έλαβε πληρεξουσιότητα. Κινήθηκε άγνωστος και υπό το ψευδώνυμο του Χαρίτου μέσω της Αυστρίας φτάνοντας στην Τεργέστη. Εκεί επέβη σε ελληνικό πλοίο μεταφέροντας τρόφιμα, πολεμοφόδια και όπλα, τα οποία άλλα προμηθεύθηκε από συνεισφορές και άλλα από την προσωπική του  περιουσία.  Η άφιξη του στην Ύδρα έγινε στις 8 Ιουνίου όπου τον υποδέχτηκαν με πολύ ενθουσιασμό. Κατά την άφιξη του εξέδωσε την εξής προκήρυξη:

«Ομογενείς φιλελεύθεροι ΄Ελληνες,

Διωρισμένος από τον αρχιστράτηγον του Γένους ημών Αλέξανδρον Υψηλάντη, να έλθω εις την φιλτάτην Ελλάδα πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και των άλλων μερών, έφθασα ήδη θεία δυνάμει εις την νήσον Ύδραν. Όσοι μεν ελάβατε τα όπλα υπέρ της ελευθερίας του ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον, ανδρίαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον και εις τους στρατηγούς, ευπείθειαν απαράβατον. Όσοι δε μέχρι τούδε εμείνατε ακίνητοι, εγέρθητε, αρπάσατε τα όπλα και πανταχόθεν τρέξατε να ελευθερώσητε την πατρίδα σας, και εντός ολίγου να ενωθώμεν όλοι, διά να καθυποτάξωμεν εξ ολοκλήρου τον τύραννον του Γένους. Δεν ελπίζω να ευρεθή κανείς εξ υμών αμέτοχος της προγονικής ανδρίας και ανάξιος του ελληνικού ονόματος εις τον Ιερόν τούτον αγώνα, εις τον οποίον και αυτή η αδιαφορία λογίζεται και είναι τω όντι, ασυγχώρητον αμάρτημα. Το της δόξης ηνοίχθη, φίλοι πατριώται. Τις δυνάμενος να εισέλθη, θέλει υποφέρει να μένη έξω και να ονειδίζηται ως νόθος Έλλην; Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία, ή ο ένδοξος θάνατος. Αιώνιος δόξα παρά Θεώ και ανθρώποις, βραβεία και προβιβασμοί θέλουν δοθή εις έκαστον αναλόγως της αξιότητος και των ανδραγαθημάτων του μετά την αποκατάστασιν του Έθνους.

'Εν Υδρα τη 12 Ιουνίου 1821,

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ

Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου».

Συνέχισε για το  Άστρος όπου τον υποδέχτηκε ο Κολοκοτρώνης  και μετά για τη Βέρβενα.  Πριν της άφιξης του Υψηλάντη είχε συγκροτηθεί η συνέλευση των Καλτεζών (Αρκαδία)  από οπλαρχηγούς και προεστούς όπου εξέλεξε την Πελοποννησιακή γερουσία και δημοσίευσε στις 26 Μαΐου πράξη κατά την οποία όλη η υπέρτατη διοίκηση του Κράτους ανετέθη στη Πελοποννησιακή Γερουσία. Κανένας λόγος δεν έγινε για την Φιλική Εταιρία και για τον αρχηγό της.  Αυτό επόμενο ήταν να μη αρέσει στον Υψηλάντη.  Αξίωσε από τους πρόκριτους την κατάργηση της Γερουσίας και την παράδοση της υπέρτατης εξουσίας σε αυτόν, σαν σε πληρεξούσιο του αρχηγού, αλλά δεν εισακούσθηκε.

Επειδή οι πρόκριτοι λειτουργούσαν με  πανουργία και δεν ήθελαν να αφήσουν τα παλιά τους προνόμια και να παραδώσουν την εξουσία αποχώρησε δυσαρεστημένος για την Καλαμάτα προκειμένου να οργανώσει εκεί τον πόλεμο. Επέστρεψε  στα Τρίκορφα από μία επιστολή που έλαβε από τους καπεταναίους των Τρικόρφων.  Διέμεινε εκεί και ανέλαβε την αρχιστρατηγία στην πολιορκία της  Τριπολιτσάς υποφέροντας πολλές κακουχίες και κινδύνους. Η άλωση της Τριπολιτσάς έπαιξε αποφασιστικο ρόλο στην εξέλιξη της Επανάστασης και τόνωσε το ηθικό των  Ελλήνων.

Κάποιοι τον κατηγόρησαν για τη στάση του τον Δημήτριο Υψηλάντη ως πολιτικά ανεπαρκή και ανεπιτυχή στο ρόλο του αρχηγού. «Αν ο Υψηλάντης, έλεγε ο Τρικούπης, είχε τόση πολιτική τόλμη, όση ανδρεία έδειξε πάντοτε στο πόλεμο, η περίσταση εκείνη ήταν η πιο κατάλληλη να τον περιβάλει  η εξουσία την οποία επιθυμούσε. Τον τιμούσαν και τον υπάκουαν τα ναυτικά νησιά και όλη η Στερεά Ελλάδα. Ο λαός της Πελοποννήσου τον αγαπούσε, και αυτοί οι πρόκριτοι ήθελαν μόνο να περιορίσουν την απόλυτη εξουσία του, αλλ' όχι και να την καταργήσουν, διότι φοβούνταν την Αρχήν της Εταιρίας, αγνοούντες ότι ήταν μύθος.» Την άποψη αυτή του Τρικούπη για τον Υψηλάντη συμμερίζεται και ο Φίνλεϋ (Finley), λέγοντας ότι «τόσο γόητρο είχε ο Υψηλάντης, ώστε αν και μικρόσωμος, μη επιδεικτικός, δύσλαλος και μη εύρωστος, θα μπορούσε να γίνει ο Βασιγκτών της Ελλάδος, αν είχε και τα ηθικά εκείνου προσόντα. Αν  γνώριζε να συγκεράσει, όπως εκείνος, την αυστηρότητα με τη δικαιοσύνη και να επιβάλλει σεβασμό στους στρατιώτες, θα μπορούσε να σχηματίσει ελληνικά τακτικά σώματα και να σώσει την Ελλάδα από την αναρχία.»

Με την αποχώρηση του Δημήτριου Υψηλάντη ο λαός ξεσηκώθηκε ζητώντας να σκοτώσει τους κοτζαμπάσηδες. Μεσολάβησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  και το απέτρεψε πείθοντας παράλληλα τον Υψηλάντη να επανέλθει. Οι Πελοποννήσιοι του ανέθεσαν την  προεδρία της Πελοποννησιακής Γερουσίας αλλά αυτός δυσαρεστημένος που  τον απέρριψε η συνέλευση δεν την αποδέχθηκε. Αργότερα  τον προσκάλεσαν να αναλάβει πρόεδρος του βουλευτικού σώματος, αξίωμα το οποίο τελικά αποδέχτηκε τον Ιανουάριο του 1822. Ως πρόεδρος  του βουλευτικού ο Υψηλάντης δεν έπραξε μεγάλα πράγματα, όμως μόνο η βαρύτητα του ονόματός του ενέπνεε ελπίδα, σεβασμό και θάρρος στους Έλληνες  και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εχθρούς του. Στον Υψηλάντη συνήθως ενεπιστεύονταν ακόμη και οι Τούρκοι στα φρούρια  όταν από την απελπισία τους παραδίδονταν, του Υψηλάντη επίσης την συνδρομή και αντίληψη επικαλούνταν στην ανάγκη και όλες οι ελληνικές κοινότητες, ο Υψηλάντης μόνο διά του ονόματός του είχε ότι ζητούσε.

Δεν παραμέλησε καμία από τις στρατιωτικές  και πολιτικές ανάγκες της πατρίδας, όλη την προσοχή του την επέστησε στον σχηματισμό τακτικού στρατού, αλλά εξαιτίας του ανωμάλου των περιστάσεων δεν ευδοκίμησε  πολύ. Οι λίγοι όμως τους οποίους κατάφερε να γυμνάσει και να πειθαρχήσει, τον εδόξασαν και την πατρίδα εξυπηρέτησαν σπουδαίως. «Να δε επαρκέση εις τας ανάγκας της πατρίδος, λέγει ο Πουκεβίλ (Pouqueville), προσέφερε, πλην άλλων πολλών και 300.000 φράγκα, πηγάζοντα εκ της προικός της αδελφής του Μαρίας»

Σύντομα κατάλαβε, ότι δεν μπορούσε να πράξει πολλά ως πρόεδρος του Βουλευτικού και πικραμένος  από το πολιτικό παρασκήνιο αποχώρησε το 1822 στην Ανατολική Ελλάδα και αφοσιώθηκε στον πόλεμο. Ύψωσε την σημαία της Φιλικης Εταιρίας μη αποδεχόμενος αυτή που ορίστηκε στη  Α’ Εθνοσυνελευση  της Επιδαύρου και εξέδιδε διαταγές στο όνομα του αποβλέπωντας μόνο στο συμφέρον της πατρίδας.

Αργότερα επανήλθε στην Πελοπόννησο και συμμετείχε ένδοξα στην απόκρουση και στην καταστροφή του Δράμαλη. Τον Ιούνιο του 1825, ο Ιμπραήμ, αφού κυρίεψε την Τρίπολη, αποπειράθηκε σύμφωνα με τον Φίνλεϋ, με τέσσερις χιλιάδες, σύμφωνα με άλλους με δώδεκα χιλιάδες επίλεκτους τακτικούς στρατιώτες να κυριεύσει με έφοδο ή να πολιορκήσει στενά και το Ναύπλιο, που ήταν η μόνη οχυρή θέση, στην οποία μπορούσε να εδρεύει με  ασφάλεια η Ελληνική Κυβέρνηση. Έφθασε δε σε απόσταση βολής από τους Μύλους που βρίσκονται κοντά στη Λερναία λίμνη, και ήθελε φυσικά να κυριεύσει και αυτούς οι οποίοι κατείχαν πολύ μεγάλη ποσότητα τροφίμων και πολεμοφοδίων. Θα κυριεύε σύντομα και το Ναύπλιο, αν δεν σύμφωνα με τον Φίνλεϋ αντιστεκόταν εναντίον του ο Μακρυγιάννης και ο Κωνστ. Μαυρομιχάλης με τριακόσους πενήντα άτακτους στρατιώτες και ο Δημ. Υψηλάντης με 150 εθελοντές τακτικούς στρατιώτες, Έλληνες  και Φιλέλληνες. Μιμούμενοι όλοι τους τους αρχηγούς τους έτσι ώστε και του Ιμπραήμ απέκρουσαν τις αλεπάλληλες και λυσσώδεις επιθέσεις με ισχυρές δυνάμεις και κέρδισαν τον θαυμασμό του Γάλλου Ναυάρχου Δε-Ρεγνή ο οποίος είχε το στόλο του πλησίον. Ο Ιμπραήμ υπέστη τέτοια καταστροφή  ώστε ουδέποτε αποπειράθηκε τέτοια επίθεση. Ο γάλλος ναύαρχος Δε-Ρεγνή θεώρησε υπερβολικά τολμηρή και ανωφελή την απόφαση του Υψηλάντη, ώστε βγήκε στην ξηρά να τον αποτρέψει να το κάνει, διότι πίστευε πως θα χάνονταν  μάταια όλοι  αλλά ο πρίγκηπας απάντησε κοφτά «Θαυμάσια, θα πεθάνουμε μια φορά μόνο». Ο Γκόρντον όμως δεν αναφέρει τον αριθμό των  αράβων που επιτέθηκαν  αλλά αναφέρει ότι βγήκαν εκτός μάχης περίπου 100 από αυτούς  ενώ από τους χριστιανούς σκοτώθηκε  ένας φιλέλληνας και πληγώθηκαν λίγοι Έλληνες και Βούλγαροι. Από τότε ο Υψηλάντης ούτε μια μέρα δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τον πόλεμο.

Μετά απο την πτώση του Μεσολογγίου η Τρίτη Συνέλευσις των Ελλήνων στην  Επιδαύρο, εκπληγμένη από το μεγέθος της καταστροφής, ζήτησε την ειδική προστασία της Αγγλίας, όταν το έμαθε αυτό ο Υψηλάντης διαμαρτυρήθηκε  γρήγορα με αναφορά της οποίας μερικά σημεία είναι:

«Και σαν πολίτης και ως πρωτεργάτης του παρόντος αγώνα χρωστάω και στο έθνος μου και στην οικογένεια μου και σε εμένα τον ίδιο να εκφράσω ανοιχτά  τα πιστέυω μου σε μία τέτοια κρίσιμη περίσταση, από την οποία κρέμεται η μελλοντική τύχη της Ελλάδος. Σας φοβίζει η πτώση του Μεσολογγίου; Εάν ναι αφοσιωθείτε, όπως και  στις αρχές του αγώνα, στο ξεχωριστό πάθος και τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Το στήθος κάθε Έλληνα είναι ένα δεύτερο Μεσολόγγι. Εάν σας θορυβεί η έλλειψη πόρων να καταφύγετε στην γενναιοφροσύνη των πολιτών  γιατί κανένας Έλληνας δεν αγνόησε τη φωνή της πατρίδος του. . . . . Εάν έχουμε ανάγκην προστασίας, να καταφύγωμε στους ηγεμόνες όλων των εθνών. ... Τα μεγάλα Έθνη και οι καλοί πατριώτες φαίνονται στις κρισίμες περιστάσεις της πατρίδος τους, δούλος είναι εύκολο να γίνει  κάποιος, όταν θέλει, αλλά είναι πολύ δύσκολο να γίνει αρχηγός. Εάν  επιθυμούμε πραγματικά  ειρήνη, ας πάρουμε τα όπλα».

 Αυτά τα λόγια σε μια στιγμή τέτοιας συμφοράς του έθνους, στην οποία όλοι σχεδόν ήταν απελπισμένοι, δείχνει φανερά το θάρρος του Υψηλάντη. Τα λόγια του Υψηλάντη εκνεύρισαν τόσο πολύ την Εθνοσυνέλευση, ώστε αποφασίσθηκε να γίνει ψήφισμα, για την αυθάδη συμπεριφορά του προς αυτή, για να αποκλεισθεί από κάθε πολιτικό και στρατιωτικό καθήκον. Αργότερα όμως στις 16 Φεβρουαρίου 1827 η ίδια Εθνοσυνέλευση, αφού συνεδρίασε στην Ερμιόνη, ακύρωσε εντελώς το ψήφισμα της Γ’ Συνέλευσης στην Επίδαυρο, στις 12 Απριλίου 1826 επειδή θεώρησε ότι έγινε για λόγους πολιτικών και πατριωτικών πιστεύω και αποκατέστησε τα δικαιώματα του Υψηλάντη σαν πολίτη .

Ο Υψηλάντης εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στην Εθνοσυνέλευση με γράμμα στο οποίο έγραψε τα εξής:

«Η απόφαση σας με προτρέπει να προσφέρω και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου για τον αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας.»

Και πράγματι ο Υψηλάντης ποτέ δεν λυπήθηκε τη ζωή του κατά τη διάρκεια του αγώνα. Ίσως να μην είχε την στρατηγική μεγαλοφυία του Καραϊσκάκη, ούτε την εμπειρία  του Κολοκοτρώνη στον άτακτο πόλεμο, ούτε την δημοτικότητα αυτών των δύο στο στρατό αλλά ως προς το ότι ήταν ατρόμητος στους κινδύνους υπερτερούσε από όλους και ούτε ήταν κατώτερος από κανένα. Μετά τον ερχομό  του Κυβερνήτη Καποδίστρια, ο Υψηλάντης διορίσθηκε στρατάρχης και αρχηγός του στρατού στην Ανατολική Ελλάδα, όπου εξεστράτευσε για να  εκδιώξει τους  Τούρκους και να επανακτήσει όσα περισσότερα εδάφη ελληνικά μπορούσε. Αρχικά στρατοπέδευσαν και  συγκέντρωθηκαν, στα Μεγάρα και στη συνέχεια στις Θήβες ώστε να κάνουν την επίθεση. Όταν όμως  απρόοπτα έγινε μία μάχη εκεί στη Θήβα όλοι σχεδόν οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή, ενώ ο Υψηλάντης έμεινε απτόητος στη θέση του, μέχρι του σημειου που οι αξιωματικοί του κατόρθωσαν με τη βία να τον ανεβάσουν σε ένα άλογο ώστε να μην αιχμαλωτιστεί. Αργότερα όμως αφού ενισχύθηκαν οι Έλληνες από τον Κριζιώτη και από άλλους, δεν άργησε να κερδίσουν περιφανείς μάχες στον Ανηφορίτη και να τους εκδιώξουν τους Τούρκους από τις θέσεις τους. Στην τελευταία μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στη Πέτρα κατόρθωσαν οι Έλληνες να αναδειχθούν τόσο ανώτεροι των εχθρών, ώστε αν και ήταν πιο πολυάριθμοι από τους Έλληνες, 7000 oθωμανοί έναντι 300 στρατιωτών, και αν και κατείχαν πιο οχυρές  θέσεις, αν και ουσιαστικά δεν ήταν πολιορκημένοι καταλήφθησαν από φόβο και προτίμησαν να  υποχωρήσουν στις θέσεις τους με υπογραφή συνθήκης, η οποία διαπραγματέυτηκε  από τον Υψηλάντη μέσω του ειδικού γραμματέα του  Φιλήμονα και της οποίας τους όρους ετήρησε πιστά, αναφέρει ο Φίνλεϋ.

Όταν απαλάχθηκε από τους εχθρούς στη Βοιωτία ο Υψηλάντης, στρατοπέδευσε στο Χρισσό της Φωκίδας προς εκφόβηση των εχθρών που κατείχαν ακόμη κάποια μέρη της Φθιώτιδας. Εκεί όσο διέμεναν  συνέβη το εξής, ακολουθούσαν τον Υψηλάντη ιατροί και χειρουργοί του στρατού, οι καθηγηταί Χορτάκης και Ολύμπιος, οι οποίοι με τις άλλες στερήσεις και κακουχίες είχαν ήδη εξοικειωθεί κινδύνευαν όμως μετά από οδοιπορία μέσα σε βροχή να αρρωστήσουν, εξαιτίας της υγρασίας, της έλλειψης κλίνης και σκηνωμάτων και οι  νοσηλευομένοι και οι ιατροί, κ' έπαθε μάλιστα χρόνιο άσθμα ο Χορτάκης. Αποφάσισαν να πάνε στον αρχιστράτηγο και να παραπονεθούν. Τον βρήκαν να κάθεται  σταυροπόδι πάνω σε ψάθα  και να τινάζει τις ψείρες του περιλαίμιου του στην πυρά, τους δε υπασπιστές του να στεγνώνουν σε  αυτήν την μουσκεμένη κάπα του αρχιστράτηγου, χρησίμευε τότε και ως στρώμα και ως πάπλωμα. Τόση ντροπή  ένοιωσαν, ώστε ούτε λέξη δεν είπαν για την αιτία της επισκέψεως τους. Εδώ σταμάτησε η στρατιωτική συμμετοχή του Υψηλάντη. Η οποία βέβαια δεν περιλάμβανε πολύνεκρες μάχες, ούτε ήταν τόσο επιφανής όσο των στραταρχών άλλων μεγάλων εθνών.

Ο Ιμπραήμ πασσάς, αν δεν εύρισκε την αντίσταση του Υψηλάντη, του Μακρυγιάννη και του Κωνστ. Μαυρομιχάλη  στους Μύλους, θα κυριεύε το Ναύπλιο και θα εξέλιπε κάθε αφορμή πρός τα μεταγενέστερα, τα οποία έφεραν σε αίσιο πέρας τον Ελληνικόν αγώνα. Με διαφορετικό τρόπο το ατρόμητο του Υψηλάντη μέσα στις  μάχες και τον ειλικρινή του πατριωτισμό ομολογεί και αυτός ο μη φίλος των Ελλήνων Φίνλεϋ, διατύπωσε για αυτόν τα εξής:

«Και τοι μη στερούμενος πολλών φυσικών ελαττωμάτων ο Υψηλάντης, είχεν όμως φιλάνθρωπα αισθήματα, αδάμαστον ανδρίαν και ειλικρινή πατριωτισμόν».

 Επαναλαμβάνεται συχνά η μαρτυρία του συγγραφέως αυτού σε ότι αφορά τούς Υψηλάντες στον  αγώνα, διότι κανένας, όπως είναι γνωστό, δεν επέκρινε αυτόν δριμύτερα από τον Φίνλεϋ και καμία ίσως άλλη Ελληνική οικογένεια δεν ήπιε πικρότερα ποτήρια της Υψηλαντικής. Ούτε τα οστά του πρωταγωνιστη Αλέξανδρου Υψηλάντη δεν εντάφιαστηκαν μέσα στη ελευθερωμένη Ελλάδα, αλλά βρίσκονταν σε ξένη γη, όπου υπέστη επταετή μαρτύρια. Με την αποπεράτωση του αγώνα ο Δημήτριος Υψηλάντης επανήλθε στο Ναύπλιο και αργότερα  εξελέγη από το στρατό μέλος της Κυβερνητικής επιτροπής αλλά ο Υψηλάντης αρχικά αρνήθηκε το αξίωμα αυτό εξ αγαθής κατά Φίνλεϋ προαιρέσης και από πατριωτισμό  αλλά έπειτα τον μετέπεισαν οι φίλοι. Επέζησε δε ο Υψηλάντης, να πιει το φαρμάκι έως το πάτο, μαζί με άλλα πολλά, και το πικρό ποτήρι της δολοφονίας του Κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδιστρία, και άφησε την τελευταία του πνοή τον Αύγουστο του 1832 στο Ναύπλιο, θρηνηθείς από όλους. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν γενναία ψυχή. 

Πηγή:

Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών. Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, τόμος ΣΤ',  σελ. 35-48, Αθήνησι τύποις  Βιβλιοπωλείω Π. Α. Σακελλαρίου, 1858