Οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα

Οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα ή Τουρκοκρατία, όπως επικράτησε να λέγεται, χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας και γενικά σε πολλές περιοχές κατοικούμενες, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες.

Συμβατικά η οθωμανική περίοδος αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και Νότια Βαλκανική, ξεκινάει από παλαιότερα. Εάν θεωρήσουμε ότι αυτός ο χώρος ήταν όλη η Μικρά Ασία και η ελληνική χερσόνησος, τότε η η οθωμανική κυριαρχία θεωρητικά αρχίζει από το 1071, αν και η παρουσία των Οθωμανών στην περιοχή εδραιώνεται μόνο κατά τον 15ο αιώνα. Η εξάπλωση των Οθωμανών στον χώρο αυτόν ήταν σταδιακή και προοδευτικά κατέκτησαν όλη την έκταση της σημερινής Ελλάδας, εκτός των Ιονίων νήσων. Οι Έλληνες έκαναν αρκετές επαναστάσεις κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η τελευταία ήταν η Επανάσταση του 1821, μετά την οποία ιδρύθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος.

Τμήμα του χάρτη "Η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1801". Από το William Miller, "The Ottoman Empire, 1801-1913", Cambridge University Press, 1913

Ορολογία

Ο όρος «Τουρκοκρατία» χρησιμοποιείται στην ελληνική και σπανίως σε άλλες γλώσσες αναφερόμενος στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στις ελληνικές ή άλλες χώρες, κυρίως των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Στην αγγλική γλώσσα ο συνηθέστερος όρος είναι ottoman period, ενώ απαντάται και σπανίως το turkocracy. Στη γερμανική γλώσσα απαντάται ο συνηθέστερος όρος osmanischen zeit και σπανίως το turkokratie. Στην ιταλική γλώσσα απαντάται ο όρος periodo ottomano και σπάνια ό όρος turcocracia στη ρουμανική βιβλιογραφία ο όρος είναι perioada otomană, και σε ορισμένες περιπτώσεις απαντάται το turcocraţia.

Όσον αφορά στην ελληνική ιστοριογραφία, σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Παπαγεωργίου, είναι προτιμότεροι οι όροι «οθωμανική κατάκτηση» ή «οθωμανική περίοδος», καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, όχι εθνικό τουρκικό κράτος, και πολυεθνοτική ήταν και η σύνθεση της τάξης των Οθωμανών αξιωματούχων που ασκούσε την εξουσία, ελάχιστοι από τους οποίους είχαν τουρκική καταγωγή. Επίσης, μέχρι και τον 19ο αιώνα η λέξη «Τούρκος» σήμαινε τον Τουρκμένο αγρότη της Ανατολίας και χρησιμοποιούνταν και υβριστικά, για να χαρακτηριστεί κάποιος άξεστος και απολίτιστος. Επίσης σημαίνει γενικά τον μουσουλμάνο ή ειδικά τον μουσουλμάνο υπήκοο του σουλτάνου. Κατά τον Μπαμπινιώτη, θεωρούμενο ότι προβάλλει «εθνικά στερεότυπα», στην εποχή της οθωμανικής περιόδου «Τούρκος» σήμαινε «μουσουλμάνος». Ως παράδειγμα αναφέρει τον στίχο δημοτικού άσματος, το «Γίνεσαι τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις;». Η ίδια ερμηνεία και παράδειγμα αναφέρονται και σε προγενέστερα λεξικά ενώ στο λεξικό του Εμμ. Κριαρά αναφέρεται ως παράδειγμα το δημοτικό «εγώ Τούρκα δε γίνομαι, τζαμί δεν προσκυνάω».

Στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία ο όρος «τουρκοκρατία» αντικαθίσταται με άλλους όρους όπως «οθωμανική περίοδος» κ.ά. ενώ άλλοι συγγραφείς τον διατηρούν (βλ. κατωτέρω «Σχετική Βιβλιογραφία»). Κατά τον καθηγητή Ι.Κ. Χασιώτη η χρήση του «πολιτικά ορθότερου» (εισαγωγικά του συγγραφέα) όρου «οθωμανική περίοδος» εντάσσεται στην προσπάθεια δυτικών ιστορικών να υπερτονίσουν τον πολυεθνικό χαρακτήρα της Οθ. Αυτοκρατορίας και να αμβλύνουν τις διακρίσεις που υπήρχαν μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας απορρίπτεται από τους καθηγητές ιστορικούς Σπ. Βρυώνη και M. Reinkowski. Ο οθωμανολόγος Φωκίων Κοτζαγιώργης κρίνει ότι η ιστορία της περιόδου πριν το 19ο αιώνα μπορεί να εξεταστεί ως «πρώιμη νεώτερη» ή «μεταβυζαντινή», αλλά θεωρεί προτιμότερο ως περισσότερο ουδέτερο τον όρο «οθωμανική περίοδος», «όχι γιατί είναι «πολιτικά ορθός» αλλά γιατί αποδίδει τον ρεαλισμό της καθημερινότητας πέρα από ιδεολογικά πρίσματα».

Οθωμανική κυριαρχία

Οθωμανική επέκταση

Οι Οθωμανοί έφτασαν στην περιοχή όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη αποδυναμωμένη από την τέταρτη σταυροφορία και την προσωρινή κατάλυση της υπόστασής της το 1204. Παράλληλα με τις νίκες τους επί των Βουλγάρων το 1371 και των Σέρβων το 1389, προωθήθηκαν και στη νότια Βαλκανική και κατέλαβαν την Αθήνα το 1458. Οι Έλληνες άντεξαν στην Πελοπόννησο μέχρι το 1460, και οι Βενετοί και οι Γενουάτες παρέμειναν σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου και στο Ιόνιο, αλλά από το 1500 το μεγαλύτερο τμήμα των πεδιάδων και των νησιών της Ελλάδας ήταν στα οθωμανικά χέρια. Τα βουνά της Ελλάδας ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος άθικτα, και ήταν ένα καταφύγιο για τους Έλληνες που ήθελαν να ξεφύγουν από την ξένη κυριαρχία. Η Κύπρος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1571, και οι Βενετοί διατήρησαν την Κρήτη μέχρι το 1669. Μόνο τα Επτάνησα, που κυβερνήθηκαν από τη Βενετία, δεν κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς.

Οθωμανός σπαχής (16ος αι).

Μετανάστευση

Την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας ακολούθησαν δύο διαφορετικά ρεύματα ελληνικής μετανάστευσης. Το πρώτο ρεύμα συνδέθηκε με Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Βασίλειος Βησσαρίων, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Μάρκος Μουσούρος, που μετανάστευσαν σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης επηρεάζοντας την έλευση της Αναγέννησης. Βέβαια, η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση των Ελλήνων σε άλλα μέρη της Ευρώπης, και κυρίως σε ιταλικά πανεπιστήμια, ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, παράγοντας μία νέα τάση στη σύγχρονη ελληνική διασπορά. Η δεύτερη, κυρίως εσωτερική μετανάστευση συνδέεται με εσωτερικές μετακινήσεις των Ελλήνων που άφησαν τις πεδιάδες της ελληνικής χερσονήσου και επανεγκαταστάθηκαν σε ορεινές περιοχές, όπου το άγριο τοπίο έκανε δύσκολη τη διοικητική και τη στρατιωτική παρουσία για τους Οθωμανούς.

Διοίκηση

Ο σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της κυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και ήταν απόλυτος μονάρχης, στην πραγματικότητα δεσμευόταν από την παράδοση και άλλες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, που αφορούσαν ενίοτε στην κληρονομική μεταβίβαση του αξιώματός του. Οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από την παράδοση ήταν ήταν κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Το Κοράνιο ήταν ο βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ως ιδιότυπο «σύνταγμα».

Η οθωμανική διοίκηση των επαρχιών χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές λειτουργίες. Οι τοπικοί διαχειριστές στις επαρχίες είχαν στρατιωτικό ρόλο και οικονομικό ως εισπράκτορες του φόρου. Η στρατιωτική οργάνωση ήταν φεουδαρχικού χαρακτήρα. Το ιππικό του σουλτάνου ήταν πλήρως οθωμανικό και είχε παραχωρηθεί γη στους ιππείς, σε μεγάλα ή σε μικρά μερίδια, ανάλογα με τον βαθμό των ιππέων. Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι απαγορευόταν να ιππεύουν, κάτι που έκανε το ταξίδι και την εσωτερική κινητικότητα δύσκολη. Οι οθωμανοί χώρισαν την Ελλάδα σε έξι σαντζάκια, με κυβερνήτη τον Σαντζάκμπεη, που λογοδοτούσε στον σουλτάνο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1453. Πριν τον χωρισμό σε σαντζάκια, οι οθωμανοί εφάρμοσαν το σύστημα των μιλλέτ, διαχωρίζοντας τους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας με βάση τη θρησκεία.

Αυτή η άποψη θεωρείται «μύθος» και «ιστορικό φετίχ» από τον Μπέντζαμιν Μπροντ, ο οποίος πιστεύει ότι πριν από τον 19ο αιώνα οι κοινότητες των μη μουσουλμάνων δεν είχαν μια σταθερή διοικητική οργάνωση.

Το κατακτημένο έδαφος μοιράστηκε σε οθωμανούς ευγενείς, οι οποίοι το διατηρούσαν ως φέουδα (τιμάρια και ζιαμέτ) απευθείας υπό την εξουσία του σουλτάνου. Αυτή η γη δεν μπορούσε να πωληθεί ή να κληρονομηθεί, αλλά επανερχόταν στην κατοχή του σουλτάνου, όταν πέθαινε ο φεουδάρχης. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους αυτοί οι οθωμανοί ευγενείς, γενικά ιππείς στο ιππικό του σουλτάνου, ζούσαν καλά με τα έσοδα από τα κτήματά τους, καλλιεργούμενα σε μεγάλο βαθμό από αγρότες.

Οι οθωμανοί βασικά εγκατέστησαν αυτό το φεουδαρχικό σύστημα πάνω στο υπάρχον σύστημα. Οι αγρότες διατήρησαν τη δική τους γη και η κυριαρχία τους πάνω από στη γη τους παρέμεινε κληρονομική και αναπαλλοτρίωτη. Επίσης, δεν επιβλήθηκε στρατιωτική θητεία για τον αγρότη στην οθωμανική διοίκηση. Οι μη-μουσουλμάνοι θεωρητικά απαγορευόταν να μεταφέρουν όπλα, αλλά αυτό το μέτρο εν γένει αγνοήθηκε, ειδικότερα στην Κρήτη.

Ωστόσο, η φορολογία της οθωμανικής διοίκησης ήταν βαριά, περιλαμβάνοντας και «προσφορά παιδιών». Οι οθωμανοί απαιτούσαν ένα αρσενικό παιδί στα πέντε σε κάθε χριστιανική οικογένεια να οδηγείται μακριά από την οικογένεια στο σώμα των Γενιτσάρων για στρατιωτική εκπαίδευση στον στρατό του σουλτάνου. Την οθωμανική διοίκηση ενίσχυαν πολλοί κατασταλτικοί νόμοι και ενίοτε διεπράχθησαν σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού. Επίσης, σε περίπτωση δικαιοπραξίας, ο λόγος των Ελλήνων στο δικαστήριο δεν μετρούσε ενάντια στον λόγο των Οθωμανών.

«Χάρτης Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Τουρκίας» με δημογραφικές και άλλες πληροφορίες. Έκδοση Creuzbauer und Nöldeke, Karlsruhe, 1829, από το HISTORISCH-GENEALOGISCH-GEOGRAPHISCHER ATLAS von Le Sage Graf Las Cases.

Καθημερινή ζωή

Θρησκευτικές διακρίσεις

Το Οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στον [σαρία|Ισλαμικό νόμο]]. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, σαν μη-μουσουλμάνοι (dhimmi ή zimmi ), ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν αυστηρά διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους, ζώντας σε ξεχωριστές συνοικίες στις ίδιες πόλεις. Δεν ήταν ελεύθεροι να αναμιγνύονται με τη μουσουλμανική κοινωνία ούτε να έχουν κάποια αξιόλογη συμμετοχή στην πνευματική ζωή των μουσουλμάνων. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα οι μη μουσουλμάνοι υφίσταντο ένα πλήθος περιορισμών, ακόμα και στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους προς τους μουσουλμάνους. Για να είναι εμφανές ποιος ανήκει στην κυρίαρχη ομάδα και ποιος όχι, επιβαλλόταν διαφορετική ενδυμασία στην κάθε θρησκευτική κοινότητα. Στους μη μουσουλμάνους απαγορευόταν να μοιάζουν μουσουλμάνοι και η ενδυμασία τους έπρεπε να είναι από φτηνά υλικά. Ο κώδικας ενδυμασίας δεν περιοριζόταν στους δημόσιους χώρους. Για παράδειγμα, στα λουτρά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να χρησιμοποιούν διαφορετικές πετσέτες από τους μουσουλμάνους και να μη φορούν τους ειδικούς ξύλινους κοθόρνους για τα λουτρά. Αυτοί οι περιορισμοί καταργήθηκαν το 1829.

Περιορισμοί υπήρχαν και στη δυνατότητα των μη μουσουλμάνων να κυκλοφορούν έφιπποι ή πάνω σε καμήλες. Επίσης απαγορεύονταν οι δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι καμπανοκρουσίες. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου (ο εξ Οικονόμων) αναφέρει ότι αντί για καμπάνες χρησιμοποιούνταν ξύλινα σήμαντρα και προφορικές προσκλήσεις από άτομα που λέγονταν από τους Έλληνες "κράκτες" και από τους Τούρκους υποτιμητικά "τσεχενμεδίν νταβετσί" (κλητήρας του Άδη ή της Κόλασης). Σε κάποιες κοινότητες δινόταν από τον σουλτάνο ως προνόμιο η άδεια να χρησιμοποιούνται καμπάνες, όπως στη νήσο Σύμη από τον Σουλεϊμάν Α'.

Επειδή κάποτε παραβιάζονταν αυτοί οι νόμοι, κατά καιρούς ανανεώνονταν με νέα φιρμάνια. Το 1631 αυτοκρατορική διάταξη επαναλαμβάνει ότι:

"Σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο και τον [κρατικό] Νόμο, οι Χριστιανοί πρέπει να ξεχωρίζουν από την ενδυμασία τους και την εμφάνισή τους ως κατώτεροι. Δεν επιτρέπεται να ιππεύουν, να φορούν ρούχα από μετάξι ... Και όμως, για κάποιο διάστημα ο νόμος δεν εφαρμόζεται και με την άδεια των δικαστών, οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι άρχισαν να κυκλοφορούν ντυμένοι με ακριβά ρούχα. Όσο για τις γυναίκες τους, δεν κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο για να δώσουν χώρο στις Μουσουλμάνες γυναίκες που συναντούν στην αγορά. ... Έτσι, είναι απολύτως σημαντικό να ανακοινωθούν και πάλι αυτές οι διαταγές ώστε να εξασφαλιστεί ότι τηρούνται."

Ευρωπαίοι περιηγητές που βρέθηκαν στην Κρήτη στις αρχές του 19ου αι. αναφέρουν ως παράδειγμα κακομεταχείρισης των Ελλήνων το ότι «αν ένας έφιππος Έλληνας συναντήσει κάποιον διακεκριµένο Τούρκο, πρέπει να αφιππεύσει και να περιµένει να περάσει αυτός» και ότι «ακόµα και οι επίσκοποι και οι ηγούµενοι, ... , αναγκάζονται να ξεπεζέψουν και να δώσουν τα µουλάρια τους στους υπηρέτες τους. Αυτή είναι µια απ' τις οφθαλµοφανείς ταπεινώσεις για το ελληνικό έθνος.» Απαγόρευση στους χριστιανούς να κυκλοφορούν έφιπποι αναφέρεται και στα μέσα του 19ου αι. στο Ρέθυμνο.

Ελληνορθόδοξος ιερωμένος και μουσουλμάνος. (Αθήνα, 1819(;)) -- του Λουί Ντυπρέ.

Οικονομία

Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου της χώρας. Η ζωή έγινε σε μεγάλο βαθμό αγροτική και βαρειά φορολογία εφαρμόστηκε για τον χριστιανικό πληθυσμό και πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να στραφούν σε καλλιέργειες για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους, ενώ σε προηγούμενες εποχές η ελληνική επικράτεια ήταν καλά ανεπτυγμένη και αστικοποιημένη. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα ήταν η Κωνσταντινούπολη και τα Ιόνια νησιά όπου ζούσαν πολλοί εύποροι Έλληνες. Οι Έλληνες έφεραν βαρέως την εξασθενισμένη οικονομική κατάσταση της χώρας τους στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου.

Περί το 1600, οι Οθωμανοί επέβαλαν στρατιωτική διοίκηση σε τμήματα της Ελλάδας, όπου προβαλλόταν αντίσταση, επιταχύνοντας τη μείωση του ντόπιου πληθυσμού. Τα προγενέστερα φέουδα, που αποδίδονταν απευθείας από τον Σουλτάνο, έγιναν κληρονομικά εδάφη (τσιφλίκια), που μπορούσαν να πωληθούν ή να μεταβιβαστούν σε κληρονόμους. Η νέα τάξη Οθωμανών γαιοκτημόνων μείωσε τους ελεύθερους Έλληνες καλλιεργητές, οδηγώντας πολύ κόσμο από τις πεδιάδες σε ορεινές επικράτειες όπου η γη ήταν λιγότερο γόνιμη αλλά υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Οι αγρότες, που αποτελούσαν και τον κύριο όγκο του πληθυσμού, βυθίστηκαν στην εξαθλίωση. Φλαμανδός περιηγητής στα μέσα του 16ου αιώνα αναφέρει ότι «ένας άνθρωπος στην πατρίδα μου ξοδεύει για την ημερήσια διατροφή του περισσότερα από όσα ένας χωρικός στην Τουρκία μέσα σε δώδεκα μέρες». Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τα τέλη του 16ου αιώνα όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε παρακμή. Έγινε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματους, του «άσπρου», και κατακόρυφη άνοδος των τιμών.
Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της οικονομίας της αυτοκρατορίας αφέθηκε στους Χριστιανούς (όπως και στους Εβραίους). Αυτή η «ανοχή» (εισαγωγικά του συγγραφέα) ήταν αναγκαστική αφού η άρχουσα μουσουλμανική ελίτ ήταν μια κοινωνία πολεμιστών που περιφρονούσε το εμπόριο.

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε εδώ